γιάννης-μιχαλόπουλος-ο-αγαπημένος-δι-4981

Γιάννης Μιχαλόπουλος: Ο αγαπημένος δικαστής του σινεμά, το μεγάλο παράπονο, το ατύχημα που τον ανάγκασε να αποσυρθεί και ο θάνατος από ανακοπή

Γιάννης Μιχαλόπουλος: Από τα πρώτα του βήματα στην υποκριτική, έως και την καταξίωση σε πλήθος ταινιών

Ο Γιάννης Μιχαλόπουλος γεννήθηκε το 1927 και ξεκίνησε την καριέρα του ως εκφωνητής ραδιοφώνου, ενώ στη συνέχεια ανακάλυψε τη μεγάλη του αγάπη για την υποκριτική. Είναι ένας ηθοποιός που άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στον ελληνικό κινηματογράφο και λατρεύτηκε για τον ρόλο του ως δικαστής. Άλλωστε πολλοί θα τον θυμούνται από τη συμμετοχή του στην τηλεοπτική σειρά «Ορκιστείτε παρακαλώ».

Τόσο η χαρακτηριστική χροιά της φωνής του όσο και το πηγαίο κωμικό του ταλέντο, καθιέρωσαν τον εξαιρετικό Γιάννη Μιχαλόπουλο κινηματογραφικά και τηλεοπτικά, αν και εκείνος ήταν πρωτίστως θεατρικός ηθοποιός.

Ήταν τέτοια η απήχησή του σε πανί και γυαλί που είναι εύκολο να λησμονήσει κανείς τη μακρά και σπουδαία θεατρική του καριέρα, εκεί που ήταν πρωταγωνιστής δηλαδή και ξεχώριζε για τους μεγάλους ρόλους και τις ανεπανάληπτες ερμηνείες του.

Πλάι στον αξέχαστο Μιχαλόπουλο του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου αλλά και τον «δικαστή» Μιχαλόπουλο της τηλεόρασης, υπήρχε κι εκείνος ο Μιχαλόπουλος που κοσμούσε τις μαρκίζες των θεάτρων για πολλές δεκαετίες ως πρωταγωνιστής πρώτης γραμμής.

Οι περισσότεροι τον γνώρισαν βέβαια ως κινηματογραφικό ηθοποιό δεύτερων ρόλων και τηλεοπτικό αστέρα, αν κι εκείνος όταν δεν συμπρωταγωνιστούσε με τη Βουγιουκλάκη και τη Βλαχοπούλου ή δεν ερμήνευε ρόλους δικαστικών λειτουργών στους μικρούς δέκτες, έγραφε ιστορία στο σανίδι της χώρας μας.

Κι όλα αυτά από έναν νεαρό με καλή φωνή που ξεκίνησε δειλά δειλά ως εκφωνητής ραδιοφώνου, αλλά στην πορεία τον κέρδισε ολότελα η υποκριτική. Άλλο ένα εξαιρετικό ταλέντο της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, ο πρώτα και κύρια θεατρικός Μιχαλόπουλος έπαιξε σε έργα πρόζας και επιθεώρησης δίπλα σε εξίσου σπουδαίους ηθοποιούς, όπως η Κυβέλη, η Λαμπέτη, ο Χορν, ο Ηλιόπουλος, ο Ρίζος, ο Κωνσταντάρας, η Κοντού και η Χρονοπούλου.

Γιάννης Μιχαλόπουλος: Οι σημαντικότερες επιτυχίες του

Αλλά και στο σινεμά, ποιος να ξεχάσει τους ρόλους του στα φιλμ «Άνθρωπος για όλες τις δουλειές», «Αχ αυτή η γυναίκα μου», «Η θεία μου η χίπισσα», «Μια τρελή, τρελή σαραντάρα», «Μιας πεντάρας νιάτα», «Αχ και να ’μουν άντρας», «Ο Σταύρος είναι πονηρός», ο «Κατεργάρης» και τόσες ακόμα;

Όσο για την τηλεόραση, ο Μιχαλόπουλος έγραψε τα δικά του κεφάλαια ως ο εθνικός δικαστής μας, τόσο ως δικηγόρος Δημοσθένης Παρλάτος στην κωμική σειρά του Κώστα Πρετεντέρη «Ο κύριος συνήγορος» (1970), που τον έκανε γνωστό στο πανελλήνιο, όσο και ως πρόεδρος του δικαστηρίου στην κωμική σειρά-φαινόμενο «Ορκιστείτε παρακαλώ» (1982)!

Ως ένας από τους τελευταίους μεγάλους ηθοποιούς που γεννήθηκαν στα χρόνια του Μεσοπολέμου και συνδύαζαν σε ίσες δόσεις θεατρική παιδεία, γνώση και ήθος, ο Μιχαλόπουλος μεταμορφωνόταν με άνεση από αυστηρός, πλην κοιλιόδουλος, διευθυντής του Δημήτρη Παπαμιχαήλ στο «Αχ αυτή η γυναίκα μου» μέχρι και σε ερωτοχτυπημένο Αμερικάνο Πιτ στη «Θεία μου τη χίπισσα», δίπλα στη Ρένα Βλαχοπούλου.

Πέρα από την υποκριτική του καριέρα, ο ηθοποιός διέθετε μια ανεξάντλητη καλλιτεχνική φλέβα: έφτιαχνε μακέτες, έκανε σκηνικά και ζωγράφιζε, την ώρα που μετρούσε μια πενηντάχρονη σχεδόν παρουσία στο θέατρο!

«Στο θέατρο είχα μόνο γνωστούς, φίλος ήταν μόνο ο Γιάννης», εξομολογήθηκε για τον ιδιαιτέρως ευγενικό άνθρωπο η Κατερίνα Γιουλάκη στην κηδεία του το 2016. «Άρχοντα» τον αποκαλούσε εξάλλου όλη η γειτονιά κοντά στο Γηροκομείο όπου ζούσε. Πέρα από σεμνός και ταπεινός όμως ήταν σωστό πειραχτήρι και τα παρασκήνια σείονταν συχνά από το χιούμορ του Μιχαλόπουλου, από μια του φράση ή μια απλή χειρονομία…

Η οικογένεια ζούσε στα Εξάρχεια και αργότερα εγκαταστάθηκε στο Μετς. Για τα νεανικά του χρόνια δεν είναι και πολλά γνωστά, ξέρουμε πάντως από σπαρταριστές διηγήσεις πως ο μικρός ήθελε να γίνει δεσπότης!

Είχε φτιάξει με τα χέρια του, που έπιαναν πάντα στα καλλιτεχνικά, μια μακέτα εκκλησίας, καθώς ο πιτσιρίκος το ήθελε πολύ να γίνει ιερέας. Αλλά τότε θα έμπαινε σφήνα η μοίρα! Μια μέρα του έρχεται η μακέτα στο κεφάλι και τον τραυματίζει ελαφρά. Ο Γιάννης πείσμωσε: «Δεν ήθελε ο Θεός να βάλω ράσο», είπε και ξέχασε το σχήμα.

Κι έτσι είπε να γίνει ηθοποιός, καθώς ήδη από τα 24 του (1951) έβγαινε στα ερτζιανά με όχημα την υπέροχη στρωτή φωνή του. Τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου την τέλειωσε επίσης την ίδια χρονιά, μαζεύοντας μάλιστα κάθε δεκάρα που έπαιρνε από το Εθνικό (σπούδαζε και δούλευε ταυτοχρόνως στην πρώτη σκηνή της χώρας) για να αντικαθιστά τις σπασμένες χορδές στο βιολί που γρατζουνούσε.

Το βιολί το παράτησε, διαμαρτυρόμενος πως έφταιγαν τα «χοντρά μου δάχτυλα», με την υποκριτική όμως η αγάπη έμελλε να είναι διαχρονική…

Το κανονικό θεατρικό του ντεμπούτο θα το κάνει το 1951, με το χαρτί του αριστούχου ηθοποιού ανά χείρας, όταν ερμηνεύει τον ρόλο του Οκτάβιου στην κωμωδία του Γκολντόνι «Οι περίεργες γυναίκες». Την ίδια χρονιά θα εμφανιστεί και στο Ηρώδειο με τον Θυμελικό Θίασο του Λίνου Καρζή, στην αριστοφανική «Λυσιστράτη» ως κορυφαίος του χορού.

Ο Μιχαλόπουλος αρεσκόταν σε όλα τα θεατρικά είδη και δοκιμάστηκε σε πολλά είναι η αλήθεια. Ακόμα και σε μιούζικαλ έπαιζε, χωρίς να είναι χορευτής ή τραγουδιστής. Η αδυναμία του ήταν πάντως οι κωμικοί ρόλοι, καθώς κι αυτός στην προσωπική του ζωή ήταν μεγάλος χιουμορίστας!

Ταυτοχρόνως, συνέχιζε σταθερά τη δουλειά του ραδιοφωνικού εκφωνητή, όταν το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας στεγαζόταν στο Ζάππειο, καθώς η καλή άρθρωσή του και τα σωστά ελληνικά που μιλούσε δεν ήταν κάτι που έβρισκες εύκολα. Η ραδιοφωνική του καριέρα απλώθηκε από το 1952-1962 και άφησε τη δική της παρακαταθήκη στα ερτζιανά. Με το ραδιόφωνο δεν θα ξέμπλεκε μάλιστα ποτέ, καθώς είχε μια ιδιαίτερη σχέση με το μέσο. Μετά το 1962 εμφανιζόταν στις ραδιοφωνικές συχνότητες ως μέλος ηχογραφημένων θεατρικών παραστάσεων.

Ένιωθε όμως πως μέρα με τη μέρα τον κέρδιζε ολοένα και περισσότερο η υποκριτική. Την οποία υπηρέτησε πιστά για πενήντα χρόνια (1951-2002) και στην πορεία συνεργάστηκε με όλους, από τους Μυράτ, Διαμαντόπουλο, Αλκαίου, Κωνσταντάρα, Κοντού, Γκιωνάκη και Ρίζο μέχρι τους Βουτσά, Παράβα, Χρονοπούλου, Τσιβιλίκα, Γιουλάκη και Δανδουλάκη. Από το 1966 και μετά, ο Μιχαλόπουλος υπήρξε συνθιασάρχης σε πολλά θεατρικά σχήματα.

Γιάννης Μιχαλόπουλος: Η φιλία και κουμπαριά με την Έλλη Λαμπέτη

Ο μεγάλος θεατρικός ηθοποιός, παρά τις τόσες επιτυχίες που συνυπέγραψε στο σανίδι, μνημόνευε πάντα «Το έκτο πάτωμα» με τον Ντίνο Ηλιόπουλο και το «Μιας πεντάρας νιάτα». Ξεχώριζε ακόμα και τον «Εξορκιστή», που ανέβασαν στο Θέατρο Καλουτά τη δεκαετία του ’70.

Από το 1952-1955 έπαιζε στον θίασο Έλλης Λαμπέτη-Δημήτρη Χορν, με τους οποίους συνδέθηκε με βαθιά φιλία. Και κουμπαριά φυσικά, καθώς ήταν το μυθικό καλλιτεχνικό ζευγάρι αυτοί που θα τον πάντρευαν με τη γυναίκα της ζωής του, την Ελένη. Γιάννης και Ελένη πέρασαν όλη τους τη ζωή μαζί και απέκτησαν μια κόρη. Θα τους χώριζε μόνο ο θάνατος εκείνης τρία χρόνια πριν πάει να τη βρει στον Παράδεισο κι εκείνος.

Μιχαλόπουλος και Λαμπέτη διατήρησαν πολυετή φιλία, καθώς ήταν η μεγάλη αδυναμία του Γιάννη. Οι δυο τους συνέχισαν να κάνουν παρέα ακόμα και μετά τη διάλυση της σχέσης της με τον Χορν και ο Μιχαλόπουλος δεν έχανε ποτέ παράστασή της.

Ως υπολογίσιμη θεατρική δύναμη θα κάνει την είσοδό του στο μεγάλο πανί το 1966, έχοντας ήδη 15 χρόνια θεατρικής πείρας στις πλάτες του, στον «Άνθρωπο για όλες τις δουλειές», υποδυόμενος τον αλησμόνητο Τζον Πάπας. Την ίδια χρονιά θα εμφανιστεί και στο φιλμ «Αχ και να ’μουν άντρας», καθιερώνοντας έναν αξέχαστο δευτερορολίστα της χρυσής εποχής του εμπορικού μας κινηματογράφου.

Με όχημα το ταλέντο του, ο Μιχαλόπουλος μετατρέπεται σε διευθυντή Χαρίλαο (ή Χάρι) που καρδιοχτυπά για λαγό στιφάδο στο «Αχ αυτή η γυναίκα μου» (1967), σε θεοσεβούμενο Πασχάλη Αβραμίδη στην αριστουργηματική «Μιας πεντάρας νιάτα» (1967), σε ερωτοχτυπημένο Πιτ που ερωτεύεται τη χίπισσα Βλαχοπούλου στη «Θεία μου τη χίπισσα» (1970), σε Μίλτο Κλαδαρά στον «Κατεργάρη» (1971) και σε Ορέστη Σαλβέρη στη «Μια τρελή τρελή σαραντάρα» (1970), που δεν αφήνει την αδελφή του να τα φτιάξει με το αμόρε της!

Στα είκοσι χρόνια της κινηματογραφικής του παρουσίας (1966-1986), ο Μιχαλόπουλος θα παίξει σε καμιά εικοσαριά ταινίες, αφήνοντας το στίγμα του στο μεγάλο πανί.

Μια νέα καριέρα θα ζούσε βέβαια στους μικρούς δέκτες, διαγράφοντας μια επίσης μακρά και σημαντική παρουσία στο γυαλί. Ο Μιχαλόπουλος ξεκίνησε τους δικαστικούς ρόλους του στη σειρά «Ο κύριος συνήγορος», σε σενάριο Κώστα Πρετεντέρη, και σκηνοθεσία του ίδιου του Μιχαλόπουλου. Εκεί ερμήνευε τον ρόλο του δικηγόρου Δημοσθένη Παρλάτου, στην πρώτη ουσιαστικά κωμική σειρά της ελληνικής τηλεόρασης!

Το σίριαλ άρχισε να προβάλεται τον Μάιο του 1970 και απλώθηκε σε 256 δεκαπεντάλεπτα επεισόδια, χαρίζοντας στον Μιχαλόπουλο έναν από τους πιο αξιομνημόνευτους τηλεοπτικούς του ρόλους και την πρώτη μεγάλη προσωπική του επιτυχία.Είχε ήδη πάρει μέρος και στο σίριαλ «Το σπίτι με το Φοίνικα» (ΥΕΝΕΔ – 1970), την πρώτη σειρά της ελληνικής τηλεόρασης, και ο κόσμος τον ήξερε καλά. Ο Μιχαλόπουλος είχε πολλές ακόμα κλασικές σειρές στο ενεργητικό του, όπως «Τα παιδιά του Ζεβεδαίου» (1973-1975), πάλι σε σενάριο Πρετεντέρη και σκηνοθεσία του ίδιου του Μιχαλόπουλου, αν και την παντοτινή φήμη θα την εξασφάλιζε το 1982, όταν πρωταγωνίστησε ως πρόεδρος του απίστευτου τηλεοπτικού δικαστηρίου στο μοναδικό «Ορκιστείτε παρακαλώ» (ΥΕΝΕΔ)!

Με αυτόν τον ρόλο θα ταυτιστεί στις συνειδήσεις του ελληνικού κοινού, μεσουρανώντας τηλεοπτικά από το 1982-1987, σε μια από τις πιο πετυχημένες κωμικές σειρές της δεκαετίας του 1980. Η σειρά αποτελούσε διασκευή δικαστηριακών ευθυμογραφημάτων του Μανώλη Καραμπατσάκη και προβλήθηκε σε 90 επεισόδια, στα οποία όπως θυμόμαστε έδινε πραγματικό ρεσιτάλ ο Μιχαλόπουλος προσπαθώντας να επαναφέρει το δικαστήριό του στην τάξη!

Έπαιξε επίσης στη σειρά του Ασημάκη Γιαλαμά «Ο Κόσμος κι ο Κοσμάς» (1973), την οποία και σκηνοθέτησε, αλλά και στους «Εργένηδες» (1991) του Γιάννη Σκλάβου.

Γιάννης Μιχαλόπουλος: Το ατύχημα και η απόσυρση από τα φώτα

Όταν έβρισκε λίγο χρόνο στο πολυάσχολο καθημερινό του πρόγραμμα, το έριχνε στο διάβασμα, καθώς ήταν άνθρωπος των γραμμάτων και σύχναζε μάλιστα στο βιβλιοπωλείο του Φιλιππότη στη Σόλωνος.

Το 1966 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων για την προσφορά του στη νεοελληνική κωμωδία, ενώ η κόρη του αξέχαστου Δημήτρη Ψαθά, Μαρία, τον βράβευσε για τις θεατρικές ερμηνείες στα έργα του πατέρα της.

Ο Γιάννης Μιχαλόπουλος αποσύρθηκε από την ενεργό θεατρική δράση το 2003, όταν έσπασε το πόδι του και δεν μπορούσε να ανέβει πια στο σανίδι. Τα τελευταία του χρόνια τα πέρασε αντιμετωπίζοντας προβλήματα υγείας, διατηρώντας πάντως τις σχέσεις του με τους παλιούς του φίλους, καθώς ήταν εξαιρετικά αγαπητός στη θεατρική κοινότητα.

Η Κατερίνα Γιουλάκη είχε εξομολογηθεί: «Αλλά θυμάμαι μεγάλες στιγμές που χάραξαν τη φιλία και τον αλληλοσεβασμό μας. Θυμάμαι την εποχή της Επταετίας που ζήσαμε δύσκολες στιγμές στο θέατρο και ενώ γίνονταν γεγονότα τρομακτικά [αναφέρεται στο Πολυτεχνείο], ο Γιάννης με συνόδευσε στο σπίτι μου με κίνδυνο της ζωής μας, με πήγε στα Εξάρχεια που έμενα. Τότε είχαμε τα παιδιά μας μωρά. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ».

Γιάννης Μιχαλόπουλος: Το τέλος της ζωής του από ανακοπή καρδιάς

Χαμηλών τόνων, σεμνός και ευγενικός, ο Μιχαλόπουλος είδε την κατάσταση της υγείας του να επιδεινώνεται δραματικά κατά τα στερνά του, αφήνοντας τελικά την τελευταία του πνοή στο ΚΑΤ από ανακοπής καρδιάς που ακολούθησε μια επέμβαση στο πόδι. Το ημερολόγιο έγραφε 10 Ιουνίου 2016…

  • ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
  • ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΝΕΑ