Βράδυ Ανάστασης: Δεν πρέπει να χάνουμε την ουσία
Βράδυ Ανάστασης: Αναρωτηθήκατε ποτέ όμως ότι έτσι χάνουμε την ουσία; Ίσως διαβάζοντας τα παρακάτω κάποιοι από εμάς να αλλάξουμε αυτήν την συνήθεια ξεκινώντας από φέτος το βράδυ της Ανάστασης.
Μια τέτοια μέρα η Παναγιά κατέβη από τους ουρανούς για να γιορτάσει Ανάσταση μαζί με τους πιστούς. Κόσμος πολύς ήταν εκεί κ ευφράνθη η ψυχή της που έβλεπε τόσους πιστούς που ετίμουν το παιδί της.
Ευωδιάζει η Εκκλησιά, λιβάνι, κερί ,μέλι, ψάλλουν ιερείς, ψάλλουν πιστοί, ψάλλουν κ οι αγγέλοι.
Και φαίνονται να ναι όλοι τους πολύ συγκινημένοι, οι περισσότεροι απ αυτούς είναι κ δακρυσμένοι.
Και έτσι ο όρθρος προχωρεί κ ακούγεται σαφώς ο ιερεύς που προσκαλεί. “Δεύτε λάβετε φώς!”
όλοι λαμπάδες άναψαν κ έγινε ένα πανόραμα κ χύθηκε παντού το φως ωσάν να βλέπεις όραμα.
Όλου του κλήρου άρχισε σε λίγο το ξεκίνημα να βγουν έξω από το ναό, να δώσουνε το μήνυμα.
“Χριστός Ανέστη” ακούστηκε να ψάλλει ο Δεσπότης
“Χριστός Ανέστη” σώθηκε όλη η Ανθρωπότης.
Γιατί δεν πρέπει να φεύγουμε από την Εκκλησία μόλις ακούμε το Χριστός Ανέστη το βράδυ της ανάστασης
Τότε η χαρά, η συγκίνηση φτάνει στο κατακόρυφο.
Ηχούν καμπάνες γιορτινά, φιλιά, ευχές και θόρυβος.
Και αφού οι ιερείς έξι φορές είπαν “Χριστός Ανέστη” έγινε αυτό που η Παναγιά, είδε και εξανέστη.
Και το τροπάριο έλεγε “Σκόρπισαν οι εχθροί Του κ αυτοί που δεν χαρήκανε για την Ανάστασή Του. Και όπως χάνεται ο καπνός χαθήκαν απ εμπρός του, γιατί χαρά μόνο γι’ αυτούς ήταν ο θάνατός Του. Έτσι απολούνται οι αμαρτωλοί και αυτοί που Τον μισούνε, οι δίκαιοι αγάλλονται μένουν να ευφρανθούνε”.
Και ενώ ο Δεσπότης έψαλε τα τόσο αυτά μεγάλα, ξεκίνησαν οι χριστιανοί να φεύγουνε τρεχάλα.
Όλα τα φώτα σκόρπισαν να έμειναν τόσοι μόνο που προκαλούσανε ντροπή, αγανάκτηση κ πόνο.
Η Παναγιά μας σάστισε, έβλεπε και απορούσε, να καταλάβει δεν μπορεί, τον Άγγελο ρωτούσε.
“Άγγελε, σε παρακαλώ ρώτησε και έλα πές μου αυτοί που φεύγουν βιαστικοί, που πάνε εξήγησέ μου.
Πώς στη γιορτή δεν θέλουνε μαζί μας να καθήσουν για να δοξάσουν το Χριστό και να Τον προσκυνήσουν; Στην Σταύρωση όλοι έμειναν, στον τάφο Του με δάκρυ, μυρολούλουδα έραναν όλοι απ άκρη σ΄άκρη. Και τώρα που τελείωσαν πια του Χριστού τα πάθη, φεύγουνε, την Ανάσταση μόλις που έχουν μάθη; Μην είναι εκείνοι οι εχθροί που θέλαν το κακό Του, αυτοί που Τον προδώσανε, Τον στείλαν στον σταυρό Του, που Τον μισούν και βλασφημούν το αγιο ονομά Του; Πήγαινε Άγγελε να δεις μην είναι του Πιλάτου;”
Ο Άγγελος γονάτισε κ στων ματιών την άκρη, είδε η Θεοτόκος μας να του κυλά ένα δάκρυ.
“Συγχώρα με Βασίλισσα, μήτηρ-ποιητού των όλων, γιατί αυτά που με ρωτάς θα σε γεμίσουν πόνο. Απ’ το ναό όλοι αυτοί που φεύγουν μακριά Του είναι γιατί ο διάβολος έκανε τη δουλειά του. Και εις το σπίτι βιαστικοί τρέχουνε για να φτάσουν τη μαγειρίτσα τη ζεστή να φάνε, να χορτάσουν”.
Η Δέσποινά μας τ’ άκουσε όλα αυτά πικραμένη κ για την ανθρωπότητα είπε πολύ λυπημένη.
“Πώς θα τολμήσω στο Θεό γι’ αυτούς να μεσιτέψω όταν στον πόνο, στον καημό ζητούν να τους συντρέξω; Δια βρώσεως εξώσθη ο Αδάμ του Παραδείσου, πάλι για βρώση Άνθρωπε βαραίνεις τη ψυχή σου.”